ακηδεμόνευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακηδεμόνευτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκηδεμόνευτος[1] < α- στερητικό + κηδεμονεύω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ci.ðeˈmo.ne.ftos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κη‐δε‐μό‐νευ‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ακηδεμόνευτος, -η, -ο
- (νομικός όρος) που δεν κηδεμονεύεται, που δεν βρίσκεται υπό κηδεμονία
- (μειωτικό) που μπορεί να παίρνει μόνος του τις αποφάσεις που τον αφορούν χωρίς να ακολουθεί υποδείξεις άλλων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
που δεν κηδεμονεύεται
|
που είναι ανεξάρτητος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ακηδεμόνευτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)