ακουμπισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακουμπισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ακουμπώ
Μετοχή[επεξεργασία]
ακουμπισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ακουμπώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακουμπισμένος
|