ακούνητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈku.ni.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κού‐νη‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ακούνητος, -η, -ο
- ακίνητος αλλά συνήθως προϋποθέτει ότι κάποιος προσπαθεί να τον κουνήσει (και δεν είναι γενικά και αόριστα ακίνητος, με δική του πρωτοβουλία, χωρίς να τον πιέζουν)
- ↪ Τόσα του σύρανε, αλλά αυτός εκεί, ακούνητος στο υπουργιλίκι του
- ακίνητος με δική του πρωτοβουλία παρ' ότι δύσκολο
- ↪ στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα
- που δεν μπορεί να κουνηθεί, ασήκωτο, για κάτι βαρύ
- ↪ ακούνητος μπουφές, θέλει γερανό
- που δεν μπορεί να αλλάξει γνώμη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακούνητος
→ δείτε τις λέξεις ακίνητος και αμετακίνητος |