ακυοφόρητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ci.oˈfo.ɾi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κυ‐ο‐φό‐ρη‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ακυοφόρητος, -η, -ο
- που δεν έχει κυοφορηθεί (συχνά, για ωάρια, έμβρυα)
- (μεταφορικά) που δεν έχει γίνει αντικείμενο επεξεργασίας ως σχέδιο δράσης, που δεν προετοιμάστηκε
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
που δεν έχει κυοφορηθεί
|
που δεν προετοιμάστηκε
→ δείτε τη λέξη απροετοίμαστος |