αμαυρώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμαυρώνω < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἀμαυρώνω < αρχαία ελληνική / ἀμαυρ(ῶ) με μεταπλασμό ώστε να καταλήγει σε «-ώνω» [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.maˈvɾo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐μαυ‐ρώ‐νω
Ρήμα
[επεξεργασία]αμαυρώνω, αόρ.: αμαύρωσα, παθ.φωνή: αμαυρώνομαι, π.αόρ.: αμαυρώθηκα, μτχ.π.π.: αμαυρωμένος
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις μαύρος και αμαυρός
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αμαυρώνω | αμαύρωνα | θα αμαυρώνω | να αμαυρώνω | αμαυρώνοντας | |
β' ενικ. | αμαυρώνεις | αμαύρωνες | θα αμαυρώνεις | να αμαυρώνεις | αμαύρωνε | |
γ' ενικ. | αμαυρώνει | αμαύρωνε | θα αμαυρώνει | να αμαυρώνει | ||
α' πληθ. | αμαυρώνουμε | αμαυρώναμε | θα αμαυρώνουμε | να αμαυρώνουμε | ||
β' πληθ. | αμαυρώνετε | αμαυρώνατε | θα αμαυρώνετε | να αμαυρώνετε | αμαυρώνετε | |
γ' πληθ. | αμαυρώνουν(ε) | αμαύρωναν αμαυρώναν(ε) |
θα αμαυρώνουν(ε) | να αμαυρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αμαύρωσα | θα αμαυρώσω | να αμαυρώσω | αμαυρώσει | ||
β' ενικ. | αμαύρωσες | θα αμαυρώσεις | να αμαυρώσεις | αμαύρωσε | ||
γ' ενικ. | αμαύρωσε | θα αμαυρώσει | να αμαυρώσει | |||
α' πληθ. | αμαυρώσαμε | θα αμαυρώσουμε | να αμαυρώσουμε | |||
β' πληθ. | αμαυρώσατε | θα αμαυρώσετε | να αμαυρώσετε | αμαυρώστε | ||
γ' πληθ. | αμαύρωσαν αμαυρώσαν(ε) |
θα αμαυρώσουν(ε) | να αμαυρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αμαυρώσει | είχα αμαυρώσει | θα έχω αμαυρώσει | να έχω αμαυρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αμαυρώσει | είχες αμαυρώσει | θα έχεις αμαυρώσει | να έχεις αμαυρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αμαυρώσει | είχε αμαυρώσει | θα έχει αμαυρώσει | να έχει αμαυρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αμαυρώσει | είχαμε αμαυρώσει | θα έχουμε αμαυρώσει | να έχουμε αμαυρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αμαυρώσει | είχατε αμαυρώσει | θα έχετε αμαυρώσει | να έχετε αμαυρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αμαυρώσει | είχαν αμαυρώσει | θα έχουν αμαυρώσει | να έχουν αμαυρώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αμαυρώνομαι | αμαυρωνόμουν(α) | θα αμαυρώνομαι | να αμαυρώνομαι | ||
β' ενικ. | αμαυρώνεσαι | αμαυρωνόσουν(α) | θα αμαυρώνεσαι | να αμαυρώνεσαι | ||
γ' ενικ. | αμαυρώνεται | αμαυρωνόταν(ε) | θα αμαυρώνεται | να αμαυρώνεται | ||
α' πληθ. | αμαυρωνόμαστε | αμαυρωνόμαστε αμαυρωνόμασταν |
θα αμαυρωνόμαστε | να αμαυρωνόμαστε | ||
β' πληθ. | αμαυρώνεστε | αμαυρωνόσαστε αμαυρωνόσασταν |
θα αμαυρώνεστε | να αμαυρώνεστε | (αμαυρώνεστε) | |
γ' πληθ. | αμαυρώνονται | αμαυρώνονταν αμαυρωνόντουσαν |
θα αμαυρώνονται | να αμαυρώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αμαυρώθηκα | θα αμαυρωθώ | να αμαυρωθώ | αμαυρωθεί | ||
β' ενικ. | αμαυρώθηκες | θα αμαυρωθείς | να αμαυρωθείς | αμαυρώσου | ||
γ' ενικ. | αμαυρώθηκε | θα αμαυρωθεί | να αμαυρωθεί | |||
α' πληθ. | αμαυρωθήκαμε | θα αμαυρωθούμε | να αμαυρωθούμε | |||
β' πληθ. | αμαυρωθήκατε | θα αμαυρωθείτε | να αμαυρωθείτε | αμαυρωθείτε | ||
γ' πληθ. | αμαυρώθηκαν αμαυρωθήκαν(ε) |
θα αμαυρωθούν(ε) | να αμαυρωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αμαυρωθεί | είχα αμαυρωθεί | θα έχω αμαυρωθεί | να έχω αμαυρωθεί | αμαυρωμένος | |
β' ενικ. | έχεις αμαυρωθεί | είχες αμαυρωθεί | θα έχεις αμαυρωθεί | να έχεις αμαυρωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αμαυρωθεί | είχε αμαυρωθεί | θα έχει αμαυρωθεί | να έχει αμαυρωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αμαυρωθεί | είχαμε αμαυρωθεί | θα έχουμε αμαυρωθεί | να έχουμε αμαυρωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αμαυρωθεί | είχατε αμαυρωθεί | θα έχετε αμαυρωθεί | να έχετε αμαυρωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αμαυρωθεί | είχαν αμαυρωθεί | θα έχουν αμαυρωθεί | να έχουν αμαυρωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αμαυρωμένος - είμαστε, είστε, είναι αμαυρωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αμαυρωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αμαυρωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αμαυρωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αμαυρωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αμαυρωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αμαυρωμένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αμαυρώνω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «δηλώνω»
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)