αμμοδίαιτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμμοδίαιτος η αμμοδίαιτη το αμμοδίαιτο
      γενική του αμμοδίαιτου της αμμοδίαιτης του αμμοδίαιτου
    αιτιατική τον αμμοδίαιτο την αμμοδίαιτη το αμμοδίαιτο
     κλητική αμμοδίαιτε αμμοδίαιτη αμμοδίαιτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμμοδίαιτοι οι αμμοδίαιτες τα αμμοδίαιτα
      γενική των αμμοδίαιτων των αμμοδίαιτων των αμμοδίαιτων
    αιτιατική τους αμμοδίαιτους τις αμμοδίαιτες τα αμμοδίαιτα
     κλητική αμμοδίαιτοι αμμοδίαιτες αμμοδίαιτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμμοδίαιτος < άμμος + -ο- + -δίαιτος

Επίθετο[επεξεργασία]

αμμοδίαιτος, -η / -ος, -ο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • αμμοδίαιτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]