αμφίαλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀμφίαλος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμφίαλος η αμφίαλη το αμφίαλο
      γενική του αμφίαλου της αμφίαλης του αμφίαλου
    αιτιατική τον αμφίαλο την αμφίαλη το αμφίαλο
     κλητική αμφίαλε αμφίαλη αμφίαλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμφίαλοι οι αμφίαλες τα αμφίαλα
      γενική των αμφίαλων των αμφίαλων των αμφίαλων
    αιτιατική τους αμφίαλους τις αμφίαλες τα αμφίαλα
     κλητική αμφίαλοι αμφίαλες αμφίαλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμφίαλος < αρχαία ελληνική ἀμφίαλος < ἀμφί + ἅλς

Επίθετο[επεξεργασία]

αμφίαλος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]