αμφιφυλόφιλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αμφιφυλόφιλος -η -ο
- (νεολογισμός) που τον έλκουν σεξουαλικά άτομα δύο φύλων
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αμφιφυλόφιλος αρσενικό (θηλυκό: αμφιφυλόφιλη)
- (νεολογισμός) αυτός που τον έλκουν σεξουαλικά άτομα και των δύο φύλων
- Σε αυτό το συμπαγές κτίσμα με τα τρία δωμάτια όπου δεσπόζει το έμβλημα της οικογένειας- ένα λιοντάρι με περικεφαλαία πάνω σε μια ριγωτή ασπίδα- γεννήθηκε το 1452 ο διασημότερος καλλιτέχνης του κόσμου: νόθος γιος ενός συμβολαιογράφου και μιας χωριατοπούλας, αμφιφυλόφιλος, μοναχικός, χορτοφάγος και αριστερόχειρας, ζωγράφος, σχεδιαστής, σκηνογράφος, μηχανικός, ο πιο «φιλοπερίεργος άνθρωπος της ιστορίας», όπως τον χαρακτήρισε ένας από τους βιογράφους του, ο άνθρωπος που προτιμούσε την εμπειρία από τη θεωρία και ο οποίος έγραψε 6.000 σελίδες που για να τις διαβάσει κανείς πρέπει να χρησιμοποιήσει καθρέφτη. (*)