ανθοδοχείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανθοδοχείο τα ανθοδοχεία
      γενική του ανθοδοχείου των ανθοδοχείων
    αιτιατική το ανθοδοχείο τα ανθοδοχεία
     κλητική ανθοδοχείο ανθοδοχεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
δύο ανθοδοχεία

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανθοδοχείο < ανθο- + δοχείο, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική vase à fleurs

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /an.θο.ðoˈçi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αν‐θο‐δο‐χεί‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανθοδοχείο ουδέτερο

  • βάζο στο οποίο βάζουμε λουλούδια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]