ανυδρίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανυδρίτης οι ανυδρίτες
      γενική του ανυδρίτη των ανυδριτών
    αιτιατική τον ανυδρίτη τους ανυδρίτες
     κλητική ανυδρίτη ανυδρίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
  1. ανυδρίτης < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική anhydride < αρχαία ελληνική ἄνυδρος < ὕδωρ
  2. ανυδρίτης < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική anhydrite < αρχαία ελληνική ἄνυδρος < ὕδωρ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ανυδρίτης αρσενικό

  1. (χημεία) χημική ένωση που προκύπτει από άλλη (ή άλλες) με αφαίρεση μορίου νερού
  2. (ορυκτολογία) το ορυκτό «άνυδρος γύψος», «άνυδρο θειικό ασβέστιο»

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]