ανυψωτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ανυψωτής | οι | ανυψωτές |
γενική | του | ανυψωτή | των | ανυψωτών |
αιτιατική | τον | ανυψωτή | τους | ανυψωτές |
κλητική | ανυψωτή | ανυψωτές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανυψωτής αρσενικό
- (κυριολεκτικά) α)πρόσωπο ή β)μηχάνημα που ανυψώνει διάφορα πράγματα
- β)άλλες μορφές: ανυψωτήρας
- (μεταφορικά) αυτός που εξυψώνει κάποιον (σε ηθικό, πνευματικό ή άλλο επίπεδο)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανυψωτής