απηδαλιούχητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απηδαλιούχητος η απηδαλιούχητη το απηδαλιούχητο
      γενική του απηδαλιούχητου της απηδαλιούχητης του απηδαλιούχητου
    αιτιατική τον απηδαλιούχητο την απηδαλιούχητη το απηδαλιούχητο
     κλητική απηδαλιούχητε απηδαλιούχητη απηδαλιούχητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απηδαλιούχητοι οι απηδαλιούχητες τα απηδαλιούχητα
      γενική των απηδαλιούχητων των απηδαλιούχητων των απηδαλιούχητων
    αιτιατική τους απηδαλιούχητους τις απηδαλιούχητες τα απηδαλιούχητα
     κλητική απηδαλιούχητοι απηδαλιούχητες απηδαλιούχητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απηδαλιούχητος < α- + πηδαλιουχώ + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

απηδαλιούχητος, -η, -ο

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]