απογαλακτισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απογαλακτισμός < αρχαία ελληνική ἀπογαλακτισμός < απο- + γάλακτος + -ισμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απογαλακτισμός αρσενικό
- η χρονική διάρκεια κατά την οποία αντικαθίσταται σταδιακά και κατ’ ολίγον για το βρέφος το μητρικό γάλα με άλλες τροφές μέχρι του αποθηλασμού, δηλ. της πλήρους διακοπής της γαλουχήσεως του
- (βιολογία) (ζωολογία) ο τερματισμός παραγωγής γάλακτος στα θηλαστικά
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις απογαλακτίζω και γάλα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απογαλακτισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα απο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμός (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Ζωολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)