αποδομητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.po.ðo.mi.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐δο‐μη‐τι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
αποδομητικός, -ή, -ό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αποδομώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποδομητικός