αποθετήριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποθετήριος < αρχαία ελληνική ἀπόθετος + -τήριος < ἀποτίθεμαι < τίθεμαι
Επίθετο[επεξεργασία]
αποθετήριος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αποθετήριο
- → δείτε τις λέξεις αποθέτω και θέτω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποθετήριος
|