απόσκεπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απόσκεπος < μεσαιωνική ελληνική απόσκεπος
Επίθετο[επεξεργασία]
απόσκεπος, -η, -ο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- απόσκεπα
- → δείτε τις λέξεις αποσκεπάζω και σκεπάζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απόσκεπος
|