ασιγούρευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασιγούρευτος < α- + σιγουρευτ- (σιγουρεύω) + -τος < σίγουρος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.siˈɣu.ɾe.ftos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σι‐γού‐ρευ‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ασιγούρευτος, -η, -ο
- που δεν έχει σιγουρευτεί