αφορισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφορισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αφορίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
αφορισμένος
- που έχει δεχτεί αφορισμό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αφορισμένος
|