βούτομος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | βούτομος | οἱ | βούτομοι |
γενική | τοῦ | βουτόμου | τῶν | βουτόμων |
δοτική | τῷ | βουτόμῳ | τοῖς | βουτόμοις |
αιτιατική | τὸν | βούτομον | τοὺς | βουτόμους |
κλητική ὦ! | βούτομε | βούτομοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βουτόμω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βουτόμοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βούτομος < βοῦς, βου- + -τομος (τέμνω)
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νεολατινικά: Butomus ⇘ νέα ελληνικά: Βούτομο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βούτομος αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή , φυτό) βούτομο
- ※ Φύεται δ' ἐν ἀμφοῖν καὶ ἐν τῇ γῇ καὶ ἐν τῷ ὕδατι ἰτέα κάλαμος, πλὴν τοῦ αὐλητικοῦ, κύπειρον τύφη φλεὼς βούτομος· ἐν δὲ τῷ ὕδατι μόνον σίδη. (Θεόφραστος, Περὶ φυτῶν ἱστορία (Historia Plantarum, 4, 10, 6, 8-11)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- → δείτε και τη λέξη βούτομον
- βούτομος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τομος (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Φυτά (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)