δακτυλοδεικτούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δακτυλοδεικτούμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του εν αχρηστία δακτυλοδεικτώ < από την (ελληνιστική κοινή) μετοχή του δακτυλοδεικτοῦμαι < δακτυλοδεικτῶ < δακτυλοδεικτέω
Μετοχή[επεξεργασία]
δακτυλοδεικτούμενος -η -ο
- που τον δείχνουν με το δάχτυλο ως αρνητική προσωπικότητα, τον κατηγορούν για ανήθικη, ανέντιμη συμπεριφορά ή (παλιότερα) για παρανομία