δαμασκήνωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δαμασκήνωση | οι | δαμασκηνώσεις |
γενική | της | δαμασκήνωσης* | των | δαμασκηνώσεων |
αιτιατική | τη | δαμασκήνωση | τις | δαμασκηνώσεις |
κλητική | δαμασκήνωση | δαμασκηνώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, δαμασκηνώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δαμασκήνωση < δαμασκηνώ(νω) + -ση
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ða.maˈsci.no.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δα‐μα‐σκή‐νω‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δαμασκήνωση θηλυκό
- (τέχνη) η τέχνη προσαρμογής χρυσών συρμάτων ή ελασμάτων σε ατσάλινα ή σιδερένια αντικείμενα
- ↪ Τα δαμασκηνά σπαθιά, τα δαμασκηνιά, είναι διακοσμημένα με δαμασκήνωση.
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- δαμάσκο (ύφασμα)
- δαμασκουργώ
- δαμασκουργείο
- δαμασκοΰφανση
→ και δείτε τη λέξη Δαμασκός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δαμασκήνωση
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: δαμασκήνωση
- δαμασκήνωσις - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .