δεξιόστροφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
δεξιόστροφος
- που, καθώς κινείται γύρω από τον εαυτό του, στρέφεται προς τα δεξιά
- που τείνει προς δεξιές πολιτικές θέσεις
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δεξιόστροφος
|