διανάκτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διανάκτης < ελληνιστική κοινή διανάσσω (καλαφατίζω) < αρχαία ελληνική διά + νάσσω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διανάκτης αρσενικό
- (ναυτικός όρος) (λόγιο) καλαφάτης
- (ναυτικός όρος) (λόγιο) μηχανικός πλοίου που έχει ως καθήκοντα τη μετάγγιση καυσίμων ή λαδιών, την άντληση αποβλήτων κ.ά.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διανάκτης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)