εγκατεσπαρμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εγκατεσπαρμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εγκατασπείρω
Μετοχή[επεξεργασία]
εγκατεσπαρμένος, -η, -ο
- που έχει διασκορπιστεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εγκατεσπαρμένος
|