ειρμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ειρμός οι ειρμοί
      γενική του ειρμού των ειρμών
    αιτιατική τον ειρμό τους ειρμούς
     κλητική ειρμέ ειρμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ειρμός < αρχαία ελληνική εἱρμός < εἴρω (βάζω σε σειρά),

λατινικά sero

Συγγενικά[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ειρμός αρσενικό

  1. νοηματική σειρά σκέψης, λογική σύνδεση και ακολουθία νοημάτων
  2. (θρησκεία) το πρώτο τροπάριο κάθε ωδής

Σύνθετα[επεξεργασία]

συνειρμός

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]