εκλαμψία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκλαμψία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική éclampsie < (ελληνιστική κοινή) ἔκλαμψις < αρχαία ελληνική ἐκλάμπω < ἐκ + λάμπω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ek.lamˈpsi.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκλαμψία θηλυκό
- (ιατρική) σύνδρομο από το οποίο προσβάλλονται οι έγκυες, επίτοκες ή λεχώνες και παρουσιάζουν σπασμούς ή πέφτουν σε κωματώδη κατάσταση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- προεκλαμψία
- → δείτε τη λέξη λάμπω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)