ενίσχυση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ενίσχυση | οι | ενισχύσεις |
γενική | της | ενίσχυσης* | των | ενισχύσεων |
αιτιατική | την | ενίσχυση | τις | ενισχύσεις |
κλητική | ενίσχυση | ενισχύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενισχύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ενίσχυση < (ελληνιστική κοινή) ἐνίσχυσις < αρχαία ελληνική ἐνισχύω < ἐν + ἰσχύω < ἰσχύς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενίσχυση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ενισχύω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ενίσχυση