εναντιόμορφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εναντιόμορφος η εναντιόμορφη το εναντιόμορφο
      γενική του εναντιόμορφου της εναντιόμορφης του εναντιόμορφου
    αιτιατική τον εναντιόμορφο την εναντιόμορφη το εναντιόμορφο
     κλητική εναντιόμορφε εναντιόμορφη εναντιόμορφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εναντιόμορφοι οι εναντιόμορφες τα εναντιόμορφα
      γενική των εναντιόμορφων των εναντιόμορφων των εναντιόμορφων
    αιτιατική τους εναντιόμορφους τις εναντιόμορφες τα εναντιόμορφα
     κλητική εναντιόμορφοι εναντιόμορφες εναντιόμορφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εναντιόμορφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική enantiomorph < αρχαία ελληνική ἐναντίος + μορφή

Επίθετο[επεξεργασία]

εναντιόμορφος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]