εξίτηλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξίτηλος η εξίτηλη το εξίτηλο
      γενική του εξίτηλου της εξίτηλης του εξίτηλου
    αιτιατική τον εξίτηλο την εξίτηλη το εξίτηλο
     κλητική εξίτηλε εξίτηλη εξίτηλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξίτηλοι οι εξίτηλες τα εξίτηλα
      γενική των εξίτηλων των εξίτηλων των εξίτηλων
    αιτιατική τους εξίτηλους τις εξίτηλες τα εξίτηλα
     κλητική εξίτηλοι εξίτηλες εξίτηλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξίτηλος < αρχαία ελληνική ἐξίτηλος < ἐξιτός + -ηλος < ἔξειμι < ἐξ + εἶμι

Επίθετο[επεξεργασία]

εξίτηλος, -η, -ο

  1. (για χρώμα) που εύκολα εξαλείφεται
  2. που σβήνεται ή μπορεί να σβηστεί

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]