εξαχρειωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξαχρειωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξαχρειώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
εξαχρειωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη εξαχρειώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξαχρειωμένος
|