εξαχρειωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξαχρειωμένος η εξαχρειωμένη το εξαχρειωμένο
      γενική του εξαχρειωμένου της εξαχρειωμένης του εξαχρειωμένου
    αιτιατική τον εξαχρειωμένο την εξαχρειωμένη το εξαχρειωμένο
     κλητική εξαχρειωμένε εξαχρειωμένη εξαχρειωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξαχρειωμένοι οι εξαχρειωμένες τα εξαχρειωμένα
      γενική των εξαχρειωμένων των εξαχρειωμένων των εξαχρειωμένων
    αιτιατική τους εξαχρειωμένους τις εξαχρειωμένες τα εξαχρειωμένα
     κλητική εξαχρειωμένοι εξαχρειωμένες εξαχρειωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξαχρειωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξαχρειώνω

Μετοχή[επεξεργασία]

εξαχρειωμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη εξαχρειώνω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]