εξοφλώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ξοφλώ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξοφλώ < εξ- + αρχαία ελληνική ὀφλέω / ὀφλῶ / ὀφλισκάνω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.ksoˈflo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξο‐φλώ

Ρήμα[επεξεργασία]

εξοφλώ (παθητική φωνή: εξοφλούμαι)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]