εξοφλώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξοφλώ < εξ- + αρχαία ελληνική ὀφλέω / ὀφλῶ / ὀφλισκάνω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.ksoˈflo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξο‐φλώ
Ρήμα
[επεξεργασία]εξοφλώ (παθητική φωνή: εξοφλούμαι)
- ξεπληρώνω εξ ολοκλήρου ένα χρέος, χρηματικό ή μη
- πληρώνω εξ ολοκλήρου ένα οφειλόμενο ποσό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξοφλώ | εξοφλούσα | θα εξοφλώ | να εξοφλώ | εξοφλώντας | |
β' ενικ. | εξοφλείς | εξοφλούσες | θα εξοφλείς | να εξοφλείς | (εξόφλει) | |
γ' ενικ. | εξοφλεί | εξοφλούσε | θα εξοφλεί | να εξοφλεί | ||
α' πληθ. | εξοφλούμε | εξοφλούσαμε | θα εξοφλούμε | να εξοφλούμε | ||
β' πληθ. | εξοφλείτε | εξοφλούσατε | θα εξοφλείτε | να εξοφλείτε | εξοφλείτε | |
γ' πληθ. | εξοφλούν(ε) | εξοφλούσαν(ε) | θα εξοφλούν(ε) | να εξοφλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξόφλησα | θα εξοφλήσω | να εξοφλήσω | εξοφλήσει | ||
β' ενικ. | εξόφλησες | θα εξοφλήσεις | να εξοφλήσεις | εξόφλησε | ||
γ' ενικ. | εξόφλησε | θα εξοφλήσει | να εξοφλήσει | |||
α' πληθ. | εξοφλήσαμε | θα εξοφλήσουμε | να εξοφλήσουμε | |||
β' πληθ. | εξοφλήσατε | θα εξοφλήσετε | να εξοφλήσετε | εξοφλήστε | ||
γ' πληθ. | εξόφλησαν εξοφλήσαν(ε) |
θα εξοφλήσουν(ε) | να εξοφλήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξοφλήσει | είχα εξοφλήσει | θα έχω εξοφλήσει | να έχω εξοφλήσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξοφλήσει | είχες εξοφλήσει | θα έχεις εξοφλήσει | να έχεις εξοφλήσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξοφλήσει | είχε εξοφλήσει | θα έχει εξοφλήσει | να έχει εξοφλήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξοφλήσει | είχαμε εξοφλήσει | θα έχουμε εξοφλήσει | να έχουμε εξοφλήσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξοφλήσει | είχατε εξοφλήσει | θα έχετε εξοφλήσει | να έχετε εξοφλήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξοφλήσει | είχαν εξοφλήσει | θα έχουν εξοφλήσει | να έχουν εξοφλήσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξοφλώ