εξώδικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξώδικος η εξώδικη το εξώδικο
      γενική του εξώδικου της εξώδικης του εξώδικου
    αιτιατική τον εξώδικο την εξώδικη το εξώδικο
     κλητική εξώδικε εξώδικη εξώδικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξώδικοι οι εξώδικες τα εξώδικα
      γενική των εξώδικων των εξώδικων των εξώδικων
    αιτιατική τους εξώδικους τις εξώδικες τα εξώδικα
     κλητική εξώδικοι εξώδικες εξώδικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξώδικος < έξω + δίκη

Επίθετο[επεξεργασία]

εξώδικος

  1. είναι αυτός που συμβαίνει έξω από τα δικαστήρια
  2. αυτός που δεν επιβάλλεται από το δικαστήριο με δικαστική απόφαση
  3. ο ανεπίσημος, που δεν προέρχεται από αρμόδιο πρόσωπο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]