επίκριμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επίκριμα < ελληνιστική κοινή ἐπίκριμα < αρχαία ελληνική ἐπικρίνω < ἐπί + κρίνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επίκριμα ουδέτερο
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- κλητήριο επίκριμα: (νομικός όρος) έγγραφο με το οποίο κλητεύεται αγνώστου διαμονής κατηγορούμενος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)