επιχρυσωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιχρυσωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επιχρυσώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
επιχρυσωμένος, -η, -ο
- που έχει επιχρυσωθεί, που έχει επιστρωθεί με χρυσό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιχρυσωμένος
|