ευγενέστερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευγενέστερος < συγκριτικός βαθμός του ευγενής, ευγεν-έσ-τερος αλλά συμπληρώνει και το συγκριτικό του ευγενικός ειδικά για άνθρωπο
Επίθετο[επεξεργασία]
ευγενέστερος, -η, -ο
- που είναι πιο ευγενής, πιο ευγενικός, που έχει πιο καλούς τρόπους, που θεωρείται ότι έχει πιο ευγενές υπόβαθρο, που ασκείται με μεγαλύτερη ευγένεια
- Το μπάσκετ θεωρείται ευγενέστερο άθλημα από το ποδόσφαιρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευγενέστερος