ηφαιστειώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.fe.stiˈo.ðis/
Επίθετο
[επεξεργασία]ηφαιστειώδης, -ης, -ες
- που μοιάζει με ηφαίστειο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ηφαίστειο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ηφαιστειώδης