θεόστραβος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
θεόστραβος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)
- (επιτατικό επίθετο) αυτός που δεν βλέπει καθόλου, ο τυφλός, αλλά και μεταφορικά, αυτός που δεν βλέπει καλά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θεόστραβος