θεότρελος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /θeˈo.tɾe.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θε‐ό‐τρε‐λος
Επίθετο[επεξεργασία]
θεότρελος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θεότρελος