ινδοκάρυδο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ινδοκάρυδο < Iνδ(ία) + -ο- + κάρυον < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Indian nut, κυριολεκτική μετάφραση ονομασίας του. (Στα αγγλικά επικράτησε η ονομασία coconut). To «κάρυον» προσαρμόστηκε στη δημοτική κατά το μοσχοκάρυδο[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ινδοκάρυδο ουδέτερο
- η ινδική καρύδα, ο καρπός του κοκοφοίνικα
- αποξηραμένη ινδική καρύδα που χρησιμοποιείται συνήθως στην παρασκευή γλυκισμάτων
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ινδοκάρυδο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)