ινωδόλυση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ινωδόλυση | οι | ινωδολύσεις |
γενική | της | ινωδόλυσης | των | ινωδολύσεων |
αιτιατική | την | ινωδόλυση | τις | ινωδολύσεις |
κλητική | ινωδόλυση | ινωδολύσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ινωδόλυση < ινώδης + -ο- + λύση ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική fibrinolysis)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ινωδόλυση θηλυκό
- (ιατρική) διαδικασία αναχαίτισης της αύξησης των θρόμβων στο αίμα και συμβολή στη διάλυση / διάσπασή τους
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ινωδολυτικός / ινολυτικός
- → δείτε τις λέξεις ίνα και λύνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ινωδόλυση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παγκοσμιοποίηση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)