ινωδόλυση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ινωδόλυση οι ινωδολύσεις
      γενική της ινωδόλυσης των ινωδολύσεων
    αιτιατική την ινωδόλυση τις ινωδολύσεις
     κλητική ινωδόλυση ινωδολύσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ινωδόλυση < ινώδης + -ο- + λύση ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική fibrinolysis)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ινωδόλυση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]