καισαρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καισαρικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
καισαρικός, -ή, ό
- που αναφέρεται στον καίσαρα
- (ιστορία) (παρωχημένο) που αναφέρεται στον αυτοκράτορα (από τη γερμανική λέξη kaiserlich)
- → δείτε τη λέξη καισαροβασιλικός