κακοτράχαλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
κακοτράχαλος, η, -ο
- βραχώδης δύσβατος
- πάνω στα κακοτράχαλα βουνά
- (μεταφορικά) δύστροπος
κακοτράχαλος, η, -ο