κατάμεστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατάμεστος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατάμεστος. Συγχρονικά αναλύεται σε κατά- + μεστός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kaˈta.me.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τά‐με‐στος
Επίθετο[επεξεργασία]
κατάμεστος, -η, -ο
- τελείως γεμάτος, υπερπλήρης (από πρόσωπα ή πράγματα)
- ↪ το ακροατήριο στην κατάμεστη αίθουσα άρχισε να χειροκροτάει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κατά- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)