κατηγορητήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.ti.ɣo.ɾiˈti.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τη‐γο‐ρη‐τή‐ρι‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατηγορητήριο ουδέτερο
- (νομικός όρος) νομικό έγγραφο με το οποίο απαγγέλλεται ή εκφράζεται κατηγορία σε κατηγορούμενο
- (κατ’ επέκταση) έκφραση κατηγοριών προς κάποιον
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κατηγορώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατηγορητήριο