κοπαδιαστός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοπαδιαστός η κοπαδιαστή το κοπαδιαστό
      γενική του κοπαδιαστού της κοπαδιαστής του κοπαδιαστού
    αιτιατική τον κοπαδιαστό την κοπαδιαστή το κοπαδιαστό
     κλητική κοπαδιαστέ κοπαδιαστή κοπαδιαστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοπαδιαστοί οι κοπαδιαστές τα κοπαδιαστά
      γενική των κοπαδιαστών των κοπαδιαστών των κοπαδιαστών
    αιτιατική τους κοπαδιαστούς τις κοπαδιαστές τα κοπαδιαστά
     κλητική κοπαδιαστοί κοπαδιαστές κοπαδιαστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοπαδιαστός < κοπάδι + -ιαστός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ko.pa.ðʝaˈstos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐πα‐δια‐στός

Επίθετο[επεξεργασία]

κοπαδιαστός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]