λεμφοκυτογόνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λεμφοκυτογόνος < λεμφοκύτ(ταρο) + -ο- + -γόνος> Μορφολογικά αναλύεται σε λεμφο- + κυτο- + -γόνος. • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /leɱ.fo.ci.toˈɣo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λεμ‐φο‐κυ‐το‐γό‐νος
Επίθετο[επεξεργασία]
λεμφοκυτογόνος, -ος/-α, -ο
- (ιατρική) χαρακτηρισμός οργάνων του σώματος στα οποία γίνεται διαφοροποίηση των λεμφοκυττάρων
- ※ Οι αμυγδαλές, η σπλήνα και ο θύμος αδένας ονομάζονται λεμφοκυτογόνα όργανα, διότι σ' αυτούς διαφοροποιούνται τα λεμφοκύτταρα που παράγονται στον ερυθρό μυελό των οστών.
- Βιολογία Α΄ Λυκείου - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο) κεφάλαιο 4 @eboosk.edu.gr
- ※ Οι αμυγδαλές, η σπλήνα και ο θύμος αδένας ονομάζονται λεμφοκυτογόνα όργανα, διότι σ' αυτούς διαφοροποιούνται τα λεμφοκύτταρα που παράγονται στον ερυθρό μυελό των οστών.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λεμφοκυτογόνος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ος -ος -ο & -α' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ζημιογόνος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γόνος (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα λεμφο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κυτο- (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από σχολικά βιβλία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)