λουκούλλειος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λουκούλλειος < (λόγιο δάνειο) ιταλική luculliano < λατινική Lucull(us) (o Ρωμαίος Λούκουλλος) + -iano (-ειος). Διαφορετική η σημασία της ελληνιστική κοινή «τά Λουκούλλεια» (γιορτές προς τιμήν του Λούκουλλου).[1]
Επίθετο[επεξεργασία]
λουκούλλειος, -α, -ο
- (γαστρονομία) χαρακτηρισμός γεύματος ως πολυτελούς, εξαιρετικής ποιότητας και μεγάλης ποσότητας
- → δείτε και τις λέξεις συμπόσιο, φαγοπότι, τσιμπούσι και καταπέτασμα
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λουκούλλειος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ λουκούλλειος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από ανθρωπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ειος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)