λούστρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λούστρο | τα | λούστρα |
γενική | του | λούστρου | των | λούστρων |
αιτιατική | το | λούστρο | τα | λούστρα |
κλητική | λούστρο | λούστρα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λούστρο < (άμεσο δάνειο) βενετική lustro[1] < lustrum < παλαιά λατινικά *loustrom < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή [2] *lewkstrom < *lewk- (συγγενές με το λευκός)[3]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈlu.stɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λού‐στρο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λούστρο ουδέτερο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
λούστρο
- ↑ λούστρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ ή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lewh₃strom < *lewh₃- (πλένω), συγγενές με το lavo ή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lewHstrom < *lewH- (εξαγνίζω) συγγενές με το luo.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)