ματσέτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ματσέτα | οι | ματσέτες |
γενική | της | ματσέτας | των | ματσετών |
αιτιατική | τη | ματσέτα | τις | ματσέτες |
κλητική | ματσέτα | ματσέτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ματσέτα < (άμεσο δάνειο) αγγλική machete < ισπανική machete, υποκοριστικό του macho < λατινική mattea
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ματσέτα θηλυκό
- (νεολογισμός) μεγάλο μαχαίρι που χρησιμοποιείται για το κόψιμο βλάστησης αλλά και σε άλλες περιπτώσεις
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)