μαυροτσούκαλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαυροτσούκαλο ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) τσουκάλι που έχει μαυρίσει από τη χρήση
- (μεταφορικά) πολύ μαυριδερός άνθρωπος, ιδιαίτερα γυναίκα, αραπίνα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαυροτσούκαλο
|